- υποφορος
- ὑπόφοροςὑπό-φορος2обязанный платить дань
τινὰ ὑπόφορον λαβεῖν εἴς τι Plut. — заставить кого-л. платить дань чем-л.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τινὰ ὑπόφορον λαβεῖν εἴς τι Plut. — заставить кого-л. платить дань чем-л.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑπόφορος — subject to tribute masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόφορος — ον, Α 1. ο υποκείμενος σε φόρο 2. αυτός που έχει κοίλους πόρους 3. (κατ επέκτ.) αυτός που έχει συρίγγια («ὅσα ὑπόφορα καὶ κόλποι καὶ ἕλκη», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «υποκείμενος σε φόρο» < ὑπ(ο) * + φόρος (< φέρω). Για τις άλλες σημ … Dictionary of Greek
ὑπόφορον — ὑπόφορος subject to tribute masc/fem acc sg ὑπόφορος subject to tribute neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποφόροις — ὑπόφορος subject to tribute masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποφόρου — ὑπόφορος subject to tribute masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποφόρους — ὑπόφορος subject to tribute masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποφόρων — ὑπόφορος subject to tribute masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόφορα — ὑπόφορος subject to tribute neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόφοροι — ὑπόφορος subject to tribute masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՀԱՐԿԱՏՈՒ — (ի, աց.) NBH 2 0064 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c ա. ὐπόφορος, φορολόγητος qui est sub tributo, tributarius. Որ տայ հարկս կամ տուրս կարգեալս. ... *Եղիցի ամենայն ժողովուրդն հարկատուք եւ հնազանդեալք քեզ: Եղեւ նմա… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)